- δαμάσσαι
- δαμάζωoverpoweraor inf actδαμάσσαῑ , δαμάζωoverpoweraor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάμασσ' — δάμασσαι , δαμάζω overpower aor imperat mid 2nd sg δάμασσα , δαμάζω overpower aor ind act 1st sg (homeric ionic) δάμασσε , δαμάζω overpower aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαμάζω — (AM δαμάζω) 1. κατανικώ, καταβάλλω 2. (για άγρια ζώα) ημερώνω, τιθασεύω μσν. νεοελλ. 1. (για φωτιά) σβήνω, καταστέλλω 2. (για ισχυρά συναισθήματα ή πάθη) συγκρατώ, ελέγχω νεοελλ. 1. επιβάλλω πειθαρχία σε κάποιον, τόν αναγκάζω να περιορίσει κακές… … Dictionary of Greek